Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Δημήτρης Ιατρόπουλος: Οι νέοι θα κάνουν ευθανασία στην παρακμή

Η αλήθεια είναι ότι πηγαίνοντας να συναντήσω τον Δημήτρη Ιατρόπουλο, ένα άγχος το είχα. Είχα υπόψη μου τι θα μπορούσα να συζητήσω μαζί του, αλλά δεν ήμουν σίγουρη ότι θα τα κατάφερνα και πού θα κατέληγε. Κατέληξε σε ένα συμπόσιο, από αυτά που κάποτε, αυτοί οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, έτρωγαν, έπιναν και έλεγαν. Έλεγαν αυτά που άξιζε να ειπωθούν. Νομίζω κι εμείς είπαμε όσα άξιζαν, αν και καμία σχέση με τους αρχαίους, όπως τονίστηκε, μεταξύ άλλων.
Ποιους αρχαίους; Επειδή μιλάμε την ίδια γλώσσα; Ουσιαστικά, είμαστε όλοι επαρχιώτες! Είναι η ζημιά του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που έβαλε όλη την Ελλάδα να δουλεύει όλα αυτά τα χρόνια για να φτιάξει μια τσιμεντούπολη Αθήνα και να. μαζέψει εκεί όλη την επαρχία. Αυτοί όμως οι άνθρωποι έρχονται από την ελληνική επαρχία, πριν την πούμε «περιφέρεια», όπου ο θείος κάνει κουπεπέ στα γόνατά του την ανιψούλα, όπου ο πρώτος ξάδερφος ξεκινάει να πηδάει από την ξαδέρφη, όπου οργιάζει η αιμομιξία και η ρουφιανιά. Δευτεράντζα ράτσα είμαστε.
Και τι είμαστε;
Όταν σχετίζεσαι με κάτι, αν είναι παράδοση, το σέβεσαι, το κουβεντιάζεις, το κριτικάρεις και, σαν έξυπνος άνθρωπος, κρατάς και τα δομικά του στοιχεία για να διαμορφώσεις τη συνέχειά σου. Ετούτοι εδώ οι καραγκιόζηδες όλοι, που διεξάγουν τον δημόσιο λόγο, φάγανε στη μάπα και τον όρο του «νεοέλληνα». Τι θα πει αυτό; Διακόπτεται η ράτσα και γίνεται κάτι άλλο; Πήγαινε στην Αγγλία και πες έναν Άγγλο Νεοάγγλο ή ένα Φιλανδό Νεοφιλανδό. Αυτά όλα είναι έτσι στημένα για να μην πάρει ανάσα, όχι η πλεμπάγια, όχι ο πολύς κόσμος, αλλά άνθρωποι σαν εμάς. Κοίταξε δίπλα μας.
Δίπλα μας κάθονταν ο συνεργάτης μου, Μάνος Φωτιάδης και η σύντροφος του ποιητή, η ζωγράφος Κατερίνα Καραγιάννη Ιατροπούλου. Και μιλούσαν για την τέχνη. Μισή ώρα τώρα, αυτοί μιλάνε για ζωγραφική, κι εμείς πάλι μιλάμε για αυτό που καίει τον τόπο. Πήγαινε όμως έξω να δεις τι γίνεται, για τι μιλάνε. Για το χτεσινό σίριαλ, για το τι έκανε η εκάστοτε «σελεμπριτού»...
Εδώ του ζήτησα να μου (μας) αποκαλύψει το μυστικό της πετυχημένης τους σχέσης.
Υπάρχουν δυο λογιών Έλληνες άντρες. Η μια ράτσα είναι πάντα με μία γυναίκα και στη ζούλα έχει και το κάτι άλλο του, και όλη του τη ζωή την τρώει έτσι. Υπάρχει και μια άλλη ράτσα, οι άντρες που μπορούν να είναι και με δέκα γυναίκες κι αποφασίζουν να είναι μόνο με μία. Η δικιά μας η... -ψάχνω για τη λέξη, δε με καλύπτει η «σχέση», ούτε η «ιστορία», ούτε η «παρτίδα»- τέλος πάντων, η Κατερίνα κι εγώ- πιστεύω ότι είναι κάτι πάρα πολύ απλό: Αγαπώ αυτόν τον άνθρωπο και είναι εντελώς ελεύθερος να υπάρχει όπως θέλει σαν να μην είμαι καν στη ζωή του. Σε μία σχέση ευτυχισμένη ο καθένας κάνει ό,τι γουστάρει, όπως το γουστάρει, όποτε το γουστάρει. Είμαστε εντελώς ελεύθεροι και αυτόνομοι. Μπορεί μόνο κάποια στιγμή να σκεφτώ να μη γελάσω δυνατά γιατί κοιμάται δίπλα η Κατερίνα. Όταν αγαπάς πραγματικά είσαι ελεύθερος, και πραγματικά αγαπάνε, αυτοί που είναι ελεύθεροι άνθρωποι. Αυτοί που είναι σκλαβωμένοι δεν μπορούν να αγαπήσουν.
Και, πριν περάσουμε στα βαριά θέματα, να πούμε για τη ζωή τους στην πόλη; Ή έστω, στο χωριό;
Μένουμε στα Καλύβια, έχουμε ένα σπίτι, ένα αυτοκίνητο, έναν αριθμό τηλεφώνου, ένα λογαριασμό τραπέζης, μία και μοναδική αγάπη. ΗΚατερίνα ζωγραφίζει στη σοφίτα, εγώ γράφω από κάτω. Έχουμε λίγους φίλους κι όσο περνούν τα χρόνια λιγοστεύουν περισσότερο, είτε γιατί οι παλιοί πεθαίνουν είτε γιατί οι καινούργιοι δε μας έχουν πείσει ακόμη. Έχουμε πάρα πολλούς ανθρώπους που μας πλησιάζουν και προσπαθούμε να κρατήσουμε την ιδιαιτερότητά μας, να είμαστε όπως θέλουμε. Δεν το κάνουμε από ρομαντική επαναστατικότητα μόνο. Αλλά και από υπαρξιακή εξυπνάδα. Ξέρουμε ότι άμα δεν κάνουμε αυτό που γουστάρουμε, θα διαλυθούμε και ως προσωπικότητες και προτιμώ να παραμείνω όπως είμαι, φτωχότερος, από το να διαλυθώ πλουσιότερος.
Και πώς αντιστέκεται; Τι καταφέρνει;
Εμείς εδώ στην Ελλάδα που ζούμε, βγάζουμε βιβλία, τα παρουσιάζουμε σε δήμους και συλλόγους, πουλάμε 100 αντίτυπα κάθε φορά για να ζήσουμε. Ο αδερφικός μου φίλος όμως, ο μεγάλος Ρώσος ο Γιεβγκένι Γιεφτουσένκο μου λέει την άλλη φορά που βρεθήκαμε: «Ντίμα, μου βγάλανε στη μαύρη αγορά την τελευταία μου συλλογή. Πουλήσαμε, ξαναπουλήσαμε, αγόρασε και το κράτος...» Εδώ όμως, πουλάει το «άλλο». Που βγήκαν οι άλλες στο σόου της τηλεόρασης, ξεβρακωθήκανε και κάνανε τις λεσβίες, οπότε το βλέπει αυτό ο άλλος και γεμίζει το πολυβόλο. Το είδανε 1.117.000 Έλληνες άντρες αυτό! Το 25%, του λαού, δηλαδή, έτρεξε να φαντασιωθεί δυο κοριτσάκια. Τους έχω τόσο πολύ σιχαθεί τους «νεοέλληνες» που δε θέλω ούτε λεφτά να κερδίσω από αυτούς. Θα μπορούσα τώρα 50 αντιστασιακά κείμενα που έχω στα μπλογκ τα τελευταία χρόνια με το κωλομνημόνια, να τα βγάλω, να βάλω κι έναν τίτλο «Ο Άγιος Μαλάκας» και να πάρω όλο το χαρτί. Αλλά είπα να κάνω το «ΑΣΑΝΣΕΡ» μου, το βαρύ πράγμα μου, για όσους ξέρουν να διαβάζουν...
Το «ΑΣΑΝΣΕΡ» είναι το τελευταίο του έργο, ιδιαίτερο, όσο και ο ίδιος. Και ιδιαίτεροι κι αυτοί στους οποίους απευθύνεται. Σε αναγνώστες πολίτες και όχι πελάτες.
Έχουμε γεμίσει πελάτες και χάσαμε τους πολίτες. Πρώτα πρώτα ο πελάτης προϋποθέτει κατανάλωση. Η κατανάλωση προϋποθέτει αγοραστή, όχι μόνο πωλητή. Ο αγοραστής προϋποθέτει συγκεκριμένο πολίτη. Δεν αγοράζεις ό,τι σου πουλάνε. Είσαι πολίτης και διαλέγεις ή αυτό που σου αρέσει, ή αυτό που σου ταιριάζει, ή αυτό που χρειάζεσαι. Από τη στιγμή όμως που καταναλώνεις χωρίς έλεος, ασύστολα, ξεσαλωμένος και μάλιστα δεν πληρώνεις με τα λεφτά που έχεις βγάλει αλλά με αυτά που σου έχουν δανείσει κάποιοι και νομίζεις ότι δε θα τα δώσεις πίσω ποτέ, σ’ αυτό το επίπεδο είσαι πελάτης και ως πελάτης, επειδή έχεις μάθει να καταναλώνεις αβλεπί, αντίστοιχα τρως στη μάπα και όλο το άλλο πακέτο. Τη μόδα, το συρμό και τις παραγωγικές ομάδες που συντηρούνται απ' αυτά. Γιατί υπάρχουν ομάδες που ζουν σε βάρος των πελατών.
Κάπως έτσι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε;
Είχαμε τη χούντα η οποία άφησε την πελατεία της. Η πελατεία της χούντας άλλαξε χρώμα πουκάμισο και συνέχισε να λειτουργεί μέσα στον ελληνικό χώρο. Φτιάχτηκε μια ψευτοαγορά και έγινε το μεγάλο λάθος να μπερδευτούν οι δύο έννοιες το έθνος και το κράτος. Το έθνος είναι ιδέα, το κράτος μαγαζί. Αντί να διαχειρίζεται το κράτος το έθνος, άρχισε το έθνος, η ιδέα, να διαχειρίζεται το κράτος. Κι έτσι έχουμε τους εθνικόφρονες, τους αντιεθνικόφρονες, τους εθνοκάπηλους, κάψανε τη λέξη εθνικοφροσύνη, ενώ θα μπορούσε να είναι μια πολύ όμορφη λέξη. Το να φρονείς ως προς το έθνος που είναι η πατρίδα σου είναι άγιο πράγμα. Δεν είναι αυτό ρατσισμός. Είμαι Έλληνας και είμαι ρατσιστής; Ο Φιλανδός δεν είναι; Το μπάχαλο όλο αυτό δημιουργήθηκε από τη γενιά του πολυτεχνείου που ήταν φτωχόπαιδα –εκείνα τα χρόνια και τα φτωχόπαιδα σπουδάζανε- , αυτή η γενιά λοιπόν, εκμεταλλεύτηκε την τούμπα που έγινε στην παραγωγή με τις εταιρείες που κλείσανε επί ΠΑΣΟΚ και κατάλαβε ότι θα ζήσουμε πια με δανεικά, με ψεύτικα λεφτά. Και στα ψεύτικα λεφτά στήνεις πολύ εύκολα ιστορίες. Έχεις ένα φιλαράκο υπουργό και σου λέει θα πάρουμε αυτά τα λεφτά το τάδε δάνειο, για την τάδε ντιρεκτίβα, εσύ κλείνεις μιαγκαρσονιερίτσα, βάζεις μια φίλη σου μέσα με το κομπιουτεράκι, θα κάνεις μια έναρξη στην εφορία, πάρε τα λεφτά από την τράπεζα, φάτα, αγόρασε και μια μερσεντές κι ένα διαμέρισμα. Πολλές από τις εταιρείες που κλείνουν τώρα, είναι τέτοιες.. Αλλάξανε οι καιροί, λέει ο άλλος, εγώ μπατίρισα, πετάει τους εργαζόμενους απ’ έξω, το άρθρο 99 βολεύει και φεύγει. Θα τον ξαναδείς μετά από κάνα δυο χρόνια στα νησιά με τα σκάφη του, με το ιδιωτικό ελικόπτερο και μες στην κόκα. Από κάποια λεφτά και πάνω δεν υπάρχει ούτε πληθωρισμός ούτε κρίση. Έχεις σε μια τράπεζα το λογαριασμό σου, παίρνεις και δίνεις λεφτά. Τα ‘χεις τοκίσει και παίρνεις 100.000 το χρόνο τόκο. Όλοι αυτοί έτσι ζουν. Υπάρχουν χιλιάδες μικροτοκογλύφοι.
Και τους πληρώνει ο λαός.
Ποιος είναι ο λαός όμως; Αυτός που ψηφίζει όπως ψηφίζει; Είμαστε χώρα γερόντων. Η γενιά μου σάπισε μέσα στο μπανιστήρι, μεγαλώσαμε τα τελευταία 30 χρόνια με πιστωτικές κάρτες και με τον κώλο της κάθε παρουσιάστριας. Τα κοριτσάκια δεν μου φταίει σε τίποτα, τη δουλίτσα τους κάνουνε, όσο υπάρχει το πεινασμένο τσουτσούνι... Έχουμε πάνω από 20 πορνοπεριοδικά στην αγορά, στο Ιιντερνέτ μπαίνουν και τραβάνε μαλακία, τι λαός; Αγράμματοι. Τους λέει η Ρεπούση ό,τι θέλει, η Διαμαντοπούλου ό,τι θέλει, η Δραγώνα ό,τι θέλει, δεν ξέρουν τη γλώσσα. Γίνεται ένα έγκλημα στη γλώσσα μας και δεν υπάρχουν άνθρωποι να αντισταθούν. Είμαστε πέντε στο Ιντερνέτ και βαράμε, η αφεντιά μου, ο Ζουράρις, ο Χάρυ Κλύν, ε και λοιπόν; Ποιος θα μας ακούσει από τους πολλούς, αφού δεν ξέρουν ελληνικά πλέον, γράφουν και μιλάνε όπως τους γουστάρει και κυνηγάνε το εύκολο σκάνδαλο, τη φιγούρα, το μπέρδεμα για να σταθούνε στα ποδαράκια τους, δεν έχουμε ιστό γενναίων Ελλήνων κοντά μας...

Και τι κάνει στα κανάλια και στις εκπομπές τους;
Εμάς, τους εκτός σχεδίου, το σύστημα μας έχει ανάγκη για την ψευτοδημοκρατία του. Σου δίνει βήμα για να σου πει ότι αυτός μας τα χώνει άρα έχουμε δημοκρατία. Κι εσύ χρησιμοποιείς το βήμα που σου δίνει ώστε μέσα από το χώσιμο, να ξεψαρώσεις και κανένα πρεζάκι, να σώσεις και καμιά ελεύθερη ψυχή, να ανοίξεις και δρόμο... Είναι αυτό για το οποίο με κατηγορούν, ότι δεν είναι δυνατόν ένας ποιητής της αμφισβήτησης να είναι στα κανάλια. Και τους εξηγώ ότι είναι μία «συμφωνία κυρίων» που έχω κάνει με το σύστημα για αυτόν το λόγο, για να περνάω τα μηνύματά μου.
Με την ποίηση μπορούμε να πετύχουμε κάτι; Σε τι ωφελούν ο λόγος και η τέχνη όταν δεν έχουμε να φάμε;
Η τέχνη είναι μορφή κοινωνικής συνείδησης. Η στρατευμένη τέχνη υπήρξε πάντα μια τεράστια εξαπάτηση των μαζών. Γιατί στο όνομα μιας δοσμένης εξουσίας δούλευε η στρατευμένη τέχνη σαν κερασάκι στην τούρτα, ότι ο πατερούλης να είναι καλά, το αφεντικό να είναι καλά, και μη σας νοιάζει, είσαστε όλοι τόσο σπουδαίοι και είστε και καλλιτέχνες και αθλητές και εραστές κι ό,τι θέλετε. Η τέχνη δε στρατεύεται. Αυτοστρατεύεται και πάντα κόντρα στο σύστημα. Η τέχνη είναι από τη φύση της αντισυστημική, είναι από τη φύση της αντιεξουσιαστική. Το καλλιτεχνικό φαινόμενο στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στον τρόπο με τον οποίον ένας καλλιτέχνης διαχειρίζεται την πνευματική του ελευθερία. Διαφορετικά δεν είναι καλλιτέχνης, είναι τεχνικός. Τεχνικοί υπάρχουν σπουδαίοι, σπουδαίοι προγραμματιστές. Είναι ένας καλός προπαγανδιστής με πολύ μυαλό και φτιάχνει ωραία πολιτικά σλόγκαν και κάνει μία συγκεκριμένη μαύρη ή επίσημη δουλειά, προσφέρει μια υπηρεσία. Είναι ένας ταλαντούχος και χαρισματικός άνθρωπος, όμως δεν είναι καλλιτέχνης.
Και τι είναι καλλιτέχνης και τι τον χαρακτηρίζει;
Ο τρόπος που διαχειρίζεται την πνευματική του ελευθερία, για την οποία, πολλές φορές, μπορεί να θυσιάσει την ψυχική του υγεία, την κοινωνική του ταυτότητα, την οικονομική του κατάσταση, την οικογενειακή του γαλήνη, τα πάντα μπορεί να τα πετάξει στον αέρα για αυτήν την πουτάνα την πνευματική ελευθερία που σημαίνει κάνω τέχνη. Σε καιρούς παρακμής, όπως έχουμε τώρα -όπου η λέξη δεν είναι τυχαία, αν δεν υπήρχε ακμή, δε θα υπήρχε παρακμή κι αν δεν υπήρχε η παρακμή δε θα υπήρχε η ακμή- η παρακμή από μόνη της λοιπόν –αυτό δεν το καταλαβαίνουν οι ημιμαθείς απαισιόδοξοι- μπορεί να έχει έναν παρόντα χρόνο καταραμένο, διαλυμένο, απογοητευμένο, χαλασμένο, αλλά στην προοπτική της είναι πάντα μια ελπίδα, γιατί είναι σίγουρο ότι θα έρθει η ακμή. Αλλιώς δεν προχωράει η ιστορία. Αυτά είναι γρανάζια, είναι νομοτέλεια. Ακμάζω – παρακμάζω. Γεννιέμαι – μεγαλώνω –πεθαίνω. Είναι ο νόμος των αντιθέσεων που συντηρεί κι αυτό που είμαστε εμείς. Η ακμή λοιπόν, η κοινωνική ακμή και οποιαδήποτε άλλη ακμή (γιατί υπάρχει η πολιτισμική που καμιά φορά δεν ταυτίζεται με την κοινωνική, για παράδειγμα οι Αβορίγινες στην Αυστραλία που δεν είχαν να φάνε αλλά έφτιαξαν αριστουργήματα για να επικοινωνήσουν και για να μπορέσουν να φάνε), δε μας ρωτάει, θα προχωρήσει. Και μέσα της και η τέχνη της φυσικά.
Πώς θα προχωρήσει; Ποιος θα δώσει την ώθηση;
Κάποιο παιδί αυτή τη στιγμή μέσα στη δυσκολία του, μέσα στην αγωνία του, θα πιάσει ένα πινέλο, θα χτυπήσει δυο σειρές σ’ ένα κομπιούτερ, θα πάρει τηλέφωνο ένα φιλαράκο του (γιατί κι αυτό είναι ποίηση –ποίηση είναι ένα τηλεφώνημα, αυτό είναι ένας στίχος μου από την εποχή της αμφισβήτησης) υπάρχει λοιπόν πάντα το υλικό της τέχνης. Η παρακμή όμως δεν αντέχει την καθαρή τέχνη (όταν πέθανε ο Νερούντα έγραψα μία φράση ότι «όλα τα κανόνια της χούντας του Πινοσέτ δεν μπόρεσαν να σπάσουν ένα στυλογράφο 10 εκατοστών») η παρακμή λοιπόν, ξέρει ότι είναι εχθρά της η καθαρή τέχνη, και δημιουργεί κάποια υποκατάστατα, τα οποία εκ των πραγμάτων παίρνουν τις δικές της εντολές, οπότε έχουμε να κάνουμε με την υποκουλτούρα, με το καρακιτσαριό, με το λάιφσταϊλ, με την παραφιλολογία, με τα παρατράγουδα, με ό,τι παρά-. Η παρακμή αυτό το παρά- παράγει. Όμως δεν μπορούν να νικήσουν τη συμμετρία, την αρμονία, την ομορφιά, την αισθητική, την πνευματική δημιουργία, την αλήθεια που βρίσκεται ανάμεσα στην πρόθεση του καλλιτέχνη και στο αποτέλεσμά του. Γιατί δεν υπάρχει μόνο η λαχτάρα του να το πετύχει, υπάρχει και μια δική του εσωτερική αλήθεια, είναι η σχέση του με τον εαυτό του, γιατί την ώρα που ιδρώνεις για να καταφέρεις κάτι, είσαι εσύ και κουβεντιάζεις με τον εαυτό σου, είσαι ο καθαρός δημιουργός και κανένα σύστημα δεν μπορεί να σου τη σπάσει.
Τι είναι αυτό που μπορεί να μας κάνει να ελπίζουμε; Πώς ξεμπερδεύουμε με την παρακμή;
Ότι μέσα στην αυτοκτονία της, στην ευθανασία της ή μέσα στη δολοφονία της, μας έρχεται μια καινούργια ακμή. Κάποτε. Μα πότε; Θα έρθει από αυτούς που ξεπερνάνε τη χρονική τους πίστωση και ξέρουν να ελπίζουν για το μέλλον, κάνουν κάτι, ακόμα κι αν ξέρουν ότι δε θα ζουν. ότι αυτό θα δουλέψει σαν σιρμαγιά για αργότερα. Αυτό το μυστικό το ξέρουν όμως και οι ινστρούχτορες και οι πολιτικοί προπαγανδιστές γι’ αυτό και φάγανε εκατομμύρια ανθρώπων, μέσα από αυτό που ονομαζόταν «υπαρκτός σοσιαλισμός», με την ελπίδα ότι παλεύανε για μια καλύτερη ζωή, για το μέλλον, για τα παιδιά τους. Όλοι παίζουν με τα παιδιά τους, όλοι οι αλήτες μιλάνε για το μέλλον και κοιτάνε υποτίθεται μακριά, αλλά στην πραγματικότητα κοιτάνε στην τράπεζα.

Πώς «εκτελούμε» την παρακμή;
Χρειαζόμαστε καθαρούς επαναστάτες που δε λογαριάζουν τον εαυτό τους και φεύγουνε μπροστά, αλλά ο Τσε Γκουεβάρα ήταν ένας –και για να μιλήσουμε και με μεγέθη, το οποιοδήποτε Ιατροπουλάκι είναι ένα χιλιοστό του, εδώ στο Ελλαδιστάν. Δηλαδή κυρία παρακμή η χρονική σου πίστωση, διαδρομή, ιστορική σου αναγκαιότητα, σε πάει μέχρι τρεις δεκαετίες, μετά ο κύκλος κλείνει. Δε γουστάρουμε άλλα 20 χρόνια παρακμή και το σταματάμε εκεί. Ξεκινάμε από την αρχή και ζήτω η επανάσταση.
Επανάσταση δε γίνεται εύκολα, οπότε πάμε στην «ευθανασία»;
Εδώ τα πράγματα είναι λίγο στη φύση. Υπάρχουν παρακμιακοί δημιουργοί που είτε αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν στο σύστημα για επιβιώσουν, είτε δημιούργησαν γρήγορα μια κατάσταση αναγνωρισιμότητας ή δημοφιλίας ή καλής ζωής, που εύκολα μπορέσανε να περάσουνε κάποιοι κάνοντας τους αναγκαίους συμβιβασμούς. Αυτοί, λίγο πριν κλείσουν τη ζωή τους, θέλουν να ξαναγυρίσουν στη μαμά τέχνη. Τους πιάνει το παράπονο, λένε έκαναν λάθη... Υπάρχουν όμως άλλοι που είναι άνθρωποι ενός επιπέδου αληθινού, μεγάλοι δημιουργοί, όπως ο Έζρα Πάουντ κι ο Κνουτ Χάμσουν, και που κάποια στιγμή της ζωής τους τούς πήρε σβάρνα η παρακμή και στήριξαν φασιστικά καθεστώτα. Αυτοί όμως δημιουργούν μαθητές, μια πιάτσα, που ακόμα λειτουργεί μέσα στη χρονική περίοδο της παρακμής, αλλά που μυρίζονται ότι θα αλλάξει το πράγμα, παίρνουν το καλό στοιχείο και προμαγειρεύουν την εποχή της ακμής. Αυτή είναι η ευθανασία της παρακμής Κάποια στιγμή, κάποιοι προετοιμάζουν την ακμή που έρχεται κι αυτοί πρέπει να βοηθήσουν στην ευθανασία της παρακμής. Αυτοί είναι οι πρωτοπόροι. Εδώ ξεκουράζεται αυτό που λέμε ιστορική πρωτοπορία. Αυτοί οι άνθρωποι μέσα στην παρακμή δεν οραματίζονται, αλλά βλέπουν την ακμή να έρχεται. Η ακμή θα έρθει στα επόμενα 20 χρόνια οπωσδήποτε. Υπάρχουν νέοι άνθρωποι που θα αλλάξουν τα πράγματα.
Άρα ελπίζουμε στους νέους. Οι πνευματικοί άνθρωποι του σήμερα, ξόφλησαν; Δεν μπορούν να προσφέρουν κάτι;
Το 99% απ’ αυτούς είναι αξιολύπητα προδοτάκια και υπάρχουν δύο τρόποι για να πεθάνει ο πνευματικός άνθρωπος: Αφήνοντας την τελευταία του πνοή ή αφήνοντας την τελευταία του πορδή. Αυτοί διάλεξαν το δεύτερο. Ούτε να τους βλέπω, τους ξεφτίλες. Ανθρωπάκια. Οι μεγάλοι δυστυχώς φύγανε. Αυτοί έχουν ένα πρόβλημα, που εγώ τους καταλαβαίνω. Εγώ έχω καθαρίσει με αυτό που λένε δημοσιότητα από 18 χρονών. Όλα αυτά τα χρόνια του λάιφσταϊλ, κυνήγησαν λίγη αναγνώριση και είδαν ότι την πετυχαίνεις μέσα από τις τηλεοράσεις. Άρχισαν να υπογράφουν με τους «συμμάχους μας» για να σώσουν την Ελλάδα και το χαλάσανε το μαγαζί. Ξέχασαν ότι η ιστορία γράφεται και μετά.
Κάποτε οι πνευματικοί άνθρωποι είχαν λόγο και μας ενέπνεαν. Τους γνώρισε και τους έζησε. Μιλάμε για το Μάνο Χατζιδάκι, με αφορμή την επέτειο των 20 χρόνων από το θάνατό του, λέμε πόσο μας λείπουν οι παρεμβάσεις του, η τέχνη του, ο χαρακτήρας του. Θυμάται μια ιστορία του και μου την αναφέρει.
Ήταν ο μέντοράς μου. Στον θρυλικό «Μαγεμένο Αυλό» μεγάλωσα κοντά του από 15 χρονών. Και κάτι χαρακτηριστικό απ αυτόν και πολύ τρυφερό: Στο σπίτι του στην οδό Ρηγίλλης, καθόταν μια μέρα στο πιάνο και ήταν η κυρία Αλίκη από πίσω, η μητέρα του και του λέει «Μάνο μου, παιδί μου...». Εκείνη την ώρα όμως κάτι γράφει και χωρίς να γυρίσει, της λέει: «’Αφησέ με, μητέρα». Και τότε αυτή, του απαντάει: «Άκουσε εδώ φίλε, σε μένα θα μιλάς καλύτερα, γιατί ξέρεις ποια είμαι εγώ; Εγώ είμαι η μάνα του Μάνου του Χατζιδάκι». Και τότε ο Μάνος γύρισε βουρκωμένος και της φίλησε το χέρι...
Κι όσο λοιπόν θα περιμένουμε ας πούμε την εμφάνιση ενός νέου Χατζιδάκι στην τέχνη, πράγμα που θα σημάνει και τη λήξη της παρακμής, μήπως θα ήταν χρήσιμη και η λήξη της παρακμής στην πολιτική; Μπορεί σ’ αυτό να βοηθήσει η αριστερά; Μας αρέσει η ελληνική αριστερά όπως είναι σήμερα; Πώς θα έπρεπε να είναι;
Η αριστερά πριν από 50 χρόνια υπήρξε στάση ζωής. Τώρα είναι στάση λεωφορείου. Θα έπρεπε να είναι πιο κόκκινη απ’ τον ΣΥΡΙΖΑ και πιο ροζ από το ΚΚΕ. Το ΚΚΕ έχει ιδεολογία, ιστορία, μαχητικότητα, ρομαντισμό, εθελοντισμό και δεν έχει λόγο. Είναι κολλημένοι εκεί, πέρασε το τρένο και τους πάτησε. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με τα πασόκια που μαζεύτηκαν και φούσκωσε, είναι ένα νεομνημονιακό-αντιμνημονιακό εφεύρημα. Θα μπορούσε, χρησιμοποιώντας αυτό το εικοσιτόσο τα εκατό, να είναι αληθινά μαχητικός και περισσότερο πατριωτικός, όχι με την έννοια του εθνικιστή, αλλά να ξαναδώσει το συνεκτικό ιστό στον κοσμάκη τον πανικόβλητο, που δεν έχει πού να πιστέψει. Που δεν τον αφήνουν να πιστέψει στη σημαία και την εκχωρούν στη Χρυσή Αυγή που εκ των πραγμάτων έτσι θα αποκτήσει κι άλλη δύναμη. Έχουμε μπλέξει με τις λέξεις. Η αριστερά θα έπρεπε να είναι παντοδύναμη και κοντά στο λαό και να δουλέψει χωρίς κορόνες. Να κάνει χρήση της παράδοσης και της τεχνολογίας ταυτόχρονα. Να επιτρέψει στη γυναίκα, στον ομοφυλόφιλο, στο μικρό παιδί, να έχει τα κοινωνικά του δικαιώματα, όχι στο επίπεδο της ασυδοσίας, αλλά στο επίπεδο της ελευθερίας, να υπάρξει αξιοπρέπεια στον πολίτη. Υπάρχει πεδίο για την αριστερά. Όχι βέβαια για την κεντροαριστερά που πάνε να φτιάξουν τώρα κι αυτές τις σαχλαμάρες, επειδή έχουν σαν βάση αυτόν τον πολιτικό πολτό που ονομαζόταν πάντα «Κέντρο» στην Ελλάδα, κοτσάρουν και το «Αριστερά» που πουλάει από δίπλα, επειδή θέλει να ξανάρθει το ΠΑΣΟΚ με άλλη σημαία. Που ήδη αυτό κυβερνάει, οι άνθρωποι του Σημίτη από το 96.
Όχι βέβαια. Μακριά από εμάς οι κεντροαριστερές, οι μεσαίοι χώροι, οι μέσοι όροι, οι μέτριες καταστάσεις, οι μεσοβέζικες λύσεις, οι μετριότητες και όσα οδηγούν στην παρακμή.
O λόγος του Δημήτρη Ιατρόπουλου πάντως, μας κρατάει μακριά της.

Συνέντευξη που πετάχτηκε (χωρίς να είναι για πέταμα) στο living in the city

Δεν υπάρχουν σχόλια: