Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

Κράξιμο


Ανακάλυψα το μυστικό της επιτυχίας της χώρας μας στον τουρισμό (χαμός πάλι φέτος, το βλέπουμε όλοι), καθώς έπινα έναν απαίσιο, ακριβό καφέ σ’ ένα απαίσιο, ακαλαίσθητο -με αισθητική του ’90, το χειρότερο στυλ έβερ- τουριστικό μαγαζί της Αθήνας. Το μυστικό λοιπόν είναι οι κράχτες. Αυτοί κάνουν όλη τη δουλειά. Οι ανυποψίαστοι τουρίστες τούς ακολουθούν τυφλά, για να ολοκληρωθεί ο μαζοχισμός τους εντός του χώρου.
Είχα βρεθεί με μια παρέα και ψάχναμε να δούμε πού θα πάμε να πιούμε καφέ. Έπεσε σαν ιδέα το τουριστομάγαζο που δούλευε μια φίλη που είχα κάτι χρόνια να τη δω. Δε μας ενθουσίασε σαν ιδέα, αλλά -μεγάλη η χάρη της- πήγαμε.
Έξω από το μαγαζί είχε τραπέζια και στο ένα κάθονταν κάτι τύποι από αυτούς που δε θέλουμε και πολλά μαζί τους. Κυρίως ο ένας, ο όρθιος, με την μπουκλέ τη χαίτη, το ανοιχτό πουκάμισο με τη χρυσή καδένα να λάμπει στο δασύτριχο στέρνο  και το παντελόνι το αεράτο, αυτό που χωράνε άλλοι δώδεκα. Χωρίς να έχουμε συνεννοηθεί, ένα αόρατο χέρι μας απομάκρυνε από το μαγαζί. Αντί να μπούμε και να αναζητήσουμε τη φίλη μας, αντί να καθίσουμε σε ένα από τα υπόλοιπα τραπέζια που ήταν άδεια, κάτι μας έσπρωχνε στην απέναντι πλευρά του πεζοδρόμου και μας έκανε να περπατάμε γρήγορα με τα κεφάλια στραμμένα από την άλλη, μπας και ξεφύγουμε, μπας κι αποφύγουμε την επαφή με το αρπακτικό με τις μπούκλες. Δεν ήταν εύκολο. Ο τύπος μας κυνηγούσε ανελέητα, μέχρι που περάσαμε το δρόμο και πλησιάσαμε στην απέναντι γωνία. Εκεί έκανε πίσω γιατί είχε περάσει στα χωρικά ύδατα άλλου μαγαζιού. Εμείς, από την αγωνία μας να ξεφύγουμε, το καταλάβαμε αργά. Όταν άλλος ένας αδίστακτος, χωρίς μπούκλες, αλλά με την ίδια ορμή μας πρότεινε να καθίσουμε στο μαγαζί του. (Παρεμπιπτόντως, τα υπόλοιπα μαγαζιά της περιοχής βρίσκονται σε λιγότερο κομβικά σημεία, δεν έχουν κράχτες και είναι πάντα γεμάτα κόσμο).
Νιώσαμε σαν τα ποντίκια στη φάκα. Για λίγο. Γιατί δε μασάμε. «Είμαστε για απέναντι, πάμε να δούμε μια φίλη μας». Του βγήκε μια ευγένεια. «Α, ωραία είναι απέναντι, έχει κι ωραία θέα. Κι εμείς όταν κλείνουμε εκεί πάμε». Για όποιον δεν κατάλαβε, η φίλη μας δούλευε στο μαγαζί που μαζεύει τους ξενύχτηδες της Αθήνας –πουτάνα ανεργία. Δεν ήταν αυτός ο μόνος λόγος που δεν ευχαριστιόταν τη δουλειά της. Βρισκόταν σε ένα χώρο όπου το μόνο που τον στήριζε ήταν οι κανόνες της νύχτας, εφαρμοσμένοι τη μέρα. Κανείς δεν ήξερε να φτιάχνει καφέ, για παράδειγμα. Αυτά είναι για τις πρωινές δουλειές. Κι ο τύπος που άρπαζε τον κόσμο από το δρόμο, ήταν λέει επαγγελματίας του είδους χρόνια τώρα και γούσταρε τρελά αυτό που έκανε. Μάλιστα, με τον απέναντι ήταν σε μεγάλη κόντρα και μετρούσαν ποιος θα αρπάξει πιο πολλούς. Πάντως, οι δύο συνάδελφοι φέρονταν πολιτισμένα. Στα διαλείμματα της δουλειάς κάνανε πλακίτσα μεταξύ τους, ενώ όταν το θήραμα περνούσε από τη υφαλοκρηπίδα, δεν επιχειρούσε ο ένας να μπει στα νερά του άλλου. Πολιτισμός, βρε παιδί μου.
Μείναμε στα χωρικά ύδατα του απέναντι μαγαζιού, αφού ο κράχτης του είχε πάψει πια να μας τραβολογάει. Έπρεπε να βρούμε το θάρρος να πάμε στο μαγαζί που δούλευε η φίλη μας. Το αρπακτικό ήταν εκεί και μας κοιτούσε. Αρχίσαμε τα «εσύ πήγαινε μπροστά» «όχι, εσύ να πας» και να σπρώχνει ο ένας τον άλλον και, καθώς σπρωχνόμασταν, φαίνεται περάσαμε τη νοητή γραμμή και βρεθήκαμε στα νερά του μπουκλάτου. Όρμησε πάνω μας με τα νύχια προτεταμένα. «Εντάξει, σε σας θα έρθουμε» είπε ένας από την παρέα και μας γλίτωσε από τα χειρότερα με το θάρρος και την ανδρεία του. Ο μπουκλάτος έριξε μια ματιά γεμάτη νόημα στο συνάδελφό του από απέναντι. Ότι αυτός μας έψησε. Μαγκιά του.
Πήγαμε και καθίσαμε στο τραπέζι που βρισκόταν στην άλλη άκρη, για να κρατάμε αποστάσεις ασφαλείας και παρακολουθήσαμε όλο το παιχνίδι της αρπαγής του διαβάτη. Την πάρλα την ανελέητη, το στρίμωγμά του στη γωνία, το πιάσιμο από τον ώμο και το σπρώξιμό του στο τραπέζι. Εντυπωσιάστηκα με ένα ζεύγος γερόντων που τους έβαλε να καθίσουν για να μην κουράζονται και να έχει όλη την άνεση να τους ψήσει για το πόσο ωραίο είναι το μαγαζί. Καθώς τους έψηνε στο ακριανό τραπέζι, είχε και την άνεση να αρπάζει τους περαστικούς, αφού μέχρι να σηκωθούν ο παππούς με τη γιαγιά και να την κοπανήσουν, ο ευκίνητος κράχτης θα έχει γυρίσει πίσω και θα τους ξαναστριμώξει.
Θυμάμαι κάποτε, όταν δεν υπήρχε κρίση, αυτά τα μαγαζιά είχαν άτομο στην πόρτα να διώχνει κόσμο. Συχνά ο λόγος ήταν ανύπαρκτος. Δεν άρεσαν τα παπούτσια του πελάτη στον πορτιέρη και δεν τον έμπαζε μέσα. Τόσο απλά, τόσο προκλητικά. Ο πελάτης δεν μπορούσε να κάνει και τίποτα γιατί θα πλάκωναν οι φουσκωτοί να τον τουλουμιάσουν. Έφευγε με κατεβασμένα τα αφτιά και κομμένα τα φτερά και την επόμενη φορά πήγαινε με σκαρπίνι των 500 ευρώ, ντυμένος στην τρίχα και κύριος. Ο όρος «κυριλέ» ήταν κυρίαρχος, ήταν τρόπος ζωής της εποχής που ο τύπος ο μπουκλάτος κουβαλάει μέσα του κι έξω του. Τώρα υπάρχουν τσούρμο αρπακτικά στην πόρτα. Άλλος για να σε αρπάξει, άλλος για να σε κατευθύνει μέσα στο χώρο, άλλος για να σου κάνει τεμενάδες, καμιά γκόμενα με ντεκαπάζ-μίνι-ξώβυζο-ψηλοτάκουνα μπας και τσιμπήσει καμιά μπακουροπαρέα. Στη γειτονιά μου μάλιστα, όπου υπάρχει, έτσι στο ξεκάρφωτο, μπαράκι αναλόγου αισθητικής, έχω τύχει αρπακτικό να βγαίνει στο δρόμο, πάνω στη στροφή, και να σταματάει αυτοκίνητα. Ευτυχώς δεν έχουν φτάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο, το οποίο συνηθίζω να χρησιμοποιώ, κι ας είναι να ξαναπεράσω απέναντι για να πάω στο σπίτι μου.
Δεν αντέχω άλλο κράχτες. Ούτε μαγαζιά με κράχτες. Ξέρω ότι αν πάω σ’ αυτά, θα έρθω αντιμέτωπη με κακή ποιότητα, τιμές στα ύψη, αγενείς υπαλλήλους, συνήθως όλα αυτά μαζί. Κι ένα κακό μαγαζί κάνει τον τουρίστα να μην ξανάρχεται και να επιστρέφει με τις χειρότερες εντυπώσεις, τις οποίες μεταφέρει και στους φίλους του. Το αρπακτικό που υπάρχει έξω από το μαγαζί, φωνάζει πως εκεί μέσα είναι φωλιά αρπακτικών. Πως άμα μπεις, το λιγότερο που θα σου συμβεί, είναι να απλώσουν τα νύχια τους και να σε γδάρουν. Πρέπει να αλλάξει η κουλτούρα της προσέγγισης του υποψηφίου πελάτη. Κι αυτό που θα τον προσελκύει να είναι η δυνατότητα να μάθει για το μενού και τις τιμές. Να νιώσει ότι εκεί μέσα τον σέβονται.
Ανάμεσα στα παραδοσιακά ελληνικά επαγγέλματα που χάνονται, πιστεύω πως πρέπει να χαθεί και το επάγγελμα του κράχτη και μαζί μ’ αυτόν όλοι οι επαγγελματίες της αρπαχτής. Και, επιτέλους, να δώσουμε βάση στην ποιότητα και τη διαχρονικότητα. Αν δε θέλουμε να χάσουμε και τα λίγα που μας έμειναν.

1 σχόλιο:

Heliotypon είπε...

Σε όμορφο νησί που βρέθηκα για ολιγοήμερες διακοπές φέτος, οι κράχτες σαν αραδιασμένοι στα εστιατόρια, που κάθε διερχόμενο τον καλσησπέριζαν ξενόγλωσσα (ναι και τους Έλληνες). Δεν ήταν το αρπαχτικό που περιγράφεις, αλλά αυτή η διαρκής προσπάθεια προσέλκυσης (έστω ευγενική) ήταν άκρως ενοχλητική. Δεν ξέρω τι προσφέρουν αυτοί οι "επαγγελματίες" στα μαγαζία, αλλά μάλλον λάθος κάνουν να τους πεοσλαμβάνουν. Στατιστικά θα μοιράζονταν την πελατεία, όπως και τώρα και χωρίς το έξοδο του κράχτη!