Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Κάνε κι εσύ μια επανάσταση


Περπατούσα –τι πρωτότυπο- στα Εξάρχεια. Μπροστά μου περπατούσαν δυο κοπέλες, γύρω στα 25. Και συζητούσαν:
«Θα ήθελες να μένεις εδώωωω;»
(Εμφανώς καυλωμένη). «Αχ, ναι. Πολύυυυυ».
(Έχει φτάσει σε οργασμό). «Αχ κι εγώωωω».
Αφού το θέλουν (κι αφού δε φαίνεται να έχουν οικονομικό πρόβλημα), γιατί δεν το κάνουν; Κι εγώ το ήθελα (που είχα και οικονομικό πρόβλημα) και το έκανα. Συνεχίζουν προς πλατεία, ενώ εγώ στρίβω για σπίτι. Έτσι, δεν ακούω τι λένε. Αλλά μπορώ να φανταστώ.
«Στην Κηφισιά είναι όλα αποστειρωμένααααα».
«Στη Φιλοθέη να δεις. Δεν υπάρχει δράσηηηη».
Φαίνονταν κορίτσια από σπίτι. Και ήταν ολοφάνερο ότι δεν έχουν κάνει επανάσταση. Ενώ κάτι άλλα γειτονόπουλά τους έχουν δώσει ισχυρή γροθιά στο σύστημα. Γι’ αυτό προτείνω να κάνουν μια επανάσταση τώρα που είναι καιρός. Μετά από 20 χρόνια σπουδών που θα πληρώσουν οι γονείς τους, θα πρέπει να βγουν επιτέλους στην παραγωγή και δε θα έχουν λόγο να την κάνουν.
Έχω πετύχει τέτοια επαναστατημένα παιδάκια στο λεωφορείο που κατεβαίνει από Κηφισιά και κάνει στάση Εξάρχεια. Πάνε όλα μαζί, έχουν ύφος σκληρό και άγριο, έχουν πιάσει γαλαρία, ακούνε μουσική δυνατά και μιλάνε για ζοριλίκια με μπινελίκια.
Ναι, ρε. Γουστάρουν να κάνουν τους καθωσπρέπει γονείς τους να φρικάρουν. Εξάλλου, μόνο άμα τους φρικάρουν έχουν ελπίδα να τους προσέξουν. Κι από την άλλη, πότε θα τα κάνουν αυτά; Όταν θα έρθει η ώρα να αναλάβουν το δικηγορικό γραφείο του μπαμπά;
Βλέπω και κάτι επαναστάτριες. Τις τουπεδιάρες κουλτουριάρες. Κι αυτές κυκλοφορούν στα Εξάρχεια με ύφος «έχω φάει την κουλτούρα με το κουτάλι». Από εμφάνιση, θυμίζουν τελειωμένα φρικιά. Η μασχάλη αξύριστη, οπότε φαντάσου αλλού τι γίνεται. Έχουν κάνει σπουδές από φιλοσοφική και πάνω και συνεχίζουν με, άχρηστα για την επαγγελματική τους αποκατάσταση, μεταπτυχιακά. Είναι προγραμματισμένο να αναλάβουν τη διαφημιστική του μπαμπά, αλλά δε νιώθουν μορφωμένες με λιγότερα από είκοσι χρόνια σπουδών.
Αυτές θα καθίσουν και θα αναλύσουν τα θέματα που τις απασχολούν, με πολύ αλκοόλ σε κάποιο από τα καφενεία των Εξαρχείων. Θα μιλήσουν για το Μάο, το Στάλιν, θα εκφράσουν προβληματισμούς τύπου «Μαρξ ή Μπακούνιν;», θα συνεχίσουν χλευάζοντας την απολιτίκ ντεκαντάνς ομάδων τύπου «αγανακτισμένοι του Συντάγματος» και θα καταλήξουν να μιλάνε για τις Φιλιππινέζες τους.
Γι’ αυτό σας λέω, βρε κορίτσια. Κάντε τώρα την επανάστασή σας και εγκατασταθείτε για λίγο στα Εξάρχεια. Όταν θα αναλάβετε το εργοστάσιο του μπαμπά, θα είναι αργά.

Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Ίδρυμα ή ίδρωμα;


Ο έρωτας είναι για να σε απογειώνει. Να σε παίρνει και να σε σηκώνει. Να βρίσκεσαι δίπλα στην ασχήμια και να μην τη βλέπεις. Η ζωή να είναι όμορφη. Έτσι λέω εγώ, η νεραϊδοπαρμένη.
Ο έρωτας είναι για τους νέους. (Εμείς, που δεν είμαστε και τόσο νέοι, να βγούμε στη σύνταξη, να πάμε για απόσυρση, να στρωθούμε στον καναπέ με παντόφλα και χαμαίμηλο, να γκρινιάζουμε βλέποντας ειδήσεις). Έτσι λένε οι πολλοί, οι ανέραστοι.
Αποφάσισα να προσαρμοστώ. Και να μην ασχοληθώ με ηλικίες πολύ κάτω από τη δική μου. Όμως οι μεγαλύτεροι είχαν μια δυσκολία στην απογείωση. Ξενέρωνα. Δεν φταίω που δεν τα κατάφερα.
Τουλάχιστον, ας γινόταν να βρεθεί κάποιος έτοιμος. Όχι να παραλαμβάνω βόδια και να παραδίδω τεφαρίκια στην επόμενη. Δε βρέθηκε έτοιμος. Αντιθέτως, όλοι κουβαλούσαν κουσούρι που τους το δημιούργησε η πρώην τους ή η μάνα τους (ευνουχισμό το λένε) και έβγαζαν τα άγχη και τους φόβους τους πάνω μου. Είχα γίνει ίδρυμα.
Τέτοιες ιστορίες μισανδρίας έγραφα στο blog μου. Τις βρήκε διασκεδαστικές. (Οι μεγαλύτεροι φρικάρουν). Και μου έστειλε μήνυμα να μου το πει. Τον ευχαρίστησα, αποφεύγοντας το κουβεντολόι. Ψαχούλεψε για μένα, ο αδίστακτος. Και κουβαλήθηκε στο μαγαζί. Περνούσε τυχαία (λατρεύω αυτά τα ψέματα) και μπήκε να με γνωρίσει από κοντά. Τρόμαξα όταν μου αποκάλυψε ποιος είναι, αλλά θαύμασα το θράσος του. Ένα σοκ έπαθα ακούγοντας την ηλικία του κι ένα διαβάζοντας το τρυφερό μηνυματάκι που έλαβα το βράδυ στο inbox μου. Αυτό ήταν. Απογειώθηκα.
Κατά τη διάρκεια της πτήσης, διαπίστωσα: Οι μικρότεροι δεν έχουν προλάβει να ευνουχιστούν. Δε θέλουν ντάντεμα. Δεν θέλουν μαμά. Θέλουν γυναίκα. Παραδόξως, οι μεγαλύτεροι θέλουν υποκατάστατο της μαμάς. Θέλουν να παίρνουν. Και δε δίνουν. Δε δίνουν ψυχή. Την έχουν θωρακίσει. Ίσως την έχασαν. Ευχαρίστως ρουφάνε τη δική σου, αν καταλάβουν ότι σου περισσεύει. Μπορούν να σε χρησιμοποιούν ως κυτίο παραπόνων, σάκο του μποξ, ή τρύπα. Όχι ως γυναίκα.
Είμαι ευτυχής που συνάντησα κάποιον πριν προλάβει να χαλάσει. Ποιος συνομήλικός μου θα είχε όρεξη για νυχτερινές βολτούλες κάτω από την Ακρόπολη; Ποιος απ’ αυτούς τους ξενέρωτους θα μου γέμιζε το inbox με ερωτικά γράμματα, αφήνοντάς με μέ ηλίθιο χαμόγελο και βλέμμα που αναρωτιέται αν είναι αληθινό αυτό που συμβαίνει; Σε ποιον θα επέτρεπε η ξινίλα του να μου χαρίζει αγκαλιά για χάσιμο μεγάλης διάρκειας; Ποιος προσγειωμένος θα μπορούσε να με απογειώσει; Κανείς. Χάσιμο χρόνου. Ένα ξεχαρμάνιασμα στα γρήγορα, να φεύγουμε, διότι έχουμε και δουλειές.
Στο μεταξύ, η μάνα μου ανησυχεί. Πρέπει να βρω κάποιον της ηλικίας μου, σοβαρό και νοικοκύρη. Να αποκατασταθώ. Και να προσέχω. Μην πληγωθώ. Δεν μπορεί να καταλάβει ότι τόση τρυφερότητα και τόση μαγεία, μόνο να κλείσει πληγές μπορεί.


Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Άρτος και vision

Αυτοί είμαστε και αυτό χρειαζόμαστε. Ξεγελιόμαστε με άρτο (ξερό αλλά μοσχοπληρωμένο) και θεάματα (ανούσια αλλά μοσχοπληρωμένα) και τα προβλήματα σβήνουν από το λειψό, απαίδευτο μυαλό μας.
Δεν πήρα χαμπάρι ότι το Σάββατο το βράδυ έπαιζε γιουροβίζιον. Και, ευτυχώς, ούτε η φίλη μου, ούτε η άλλη φίλη που είχαμε μαζευτεί στο σπίτι της πρώτης. Για κάτι τέτοια τις αγαπώ. Είναι στον κόσμο τους και μακριά από τον κόσμο που πάνε να μας επιβάλουν. Και για αυτόν τον κόσμο μιλούσαμε, από τον οποίο δεν ξεφεύγεις εύκολα, αφού σε ρίχνουν μέσα από παιδί.
Στέλνεις για παράδειγμα το παιδί σου στο σχολείο να μορφωθεί. Και συνοδεύοντάς το σε ημερήσια εκδρομή, διαπιστώνεις ότι τα άλλα παιδάκια έχουν φέρει μαζί τους σιντί με σκυλολαϊκοπόπ τραγουδίστριες του συρμού, τα δίνουν στη δασκάλα (αυτή την κότα στην οποία εμπιστεύεσαι τη μόρφωση του παιδιού σου), αυτή τα δίνει στον οδηγό του λεωφορείου να τα βάλει να παίζουν και τραγουδάει, μαζί με τα παρτσακλά 8χρονα, τραγούδια που αναφέρονται σε αυτά που κάνουν οι χαζογκόμενες για να ρίξουν τον γκόμενο στο κρεβάτι, χωρίς καν να υπάρχει συναίσθημα. Ή πας με το παιδί σου σε πάρτι συμμαθήτριας σε παιδότοπο και, αφού ακούσουν την μπεμπέ Λιλή, πέφτει το σκυλοξεκωλοπόπ. Όλα τα κοριτσάκια κουνιούνται σαν λυσσασμένα, τα αγοράκια κοιτάνε αμήχανα, αντιλαμβανόμενα ότι αυτό το κούνημα μπορεί να επηρεάσει το πουλάκι τους και οι μαμάδες καμαρώνουν για τις γνώσεις που έχουν τα παιδιά τους.
Αυτά τα παιδάκια, θα μάθουν να ενθουσιάζονται με τα φαντασμαγορικά θεάματα -αυτά με τα φώτα που σε τυφλώνουν για να μη δεις την ουσία που τους λείπει- και να χειροκροτάνε με ενθουσιασμό. Θα μάθουν να κουνάνε σημαίες και να πανηγυρίζουν όταν κάτι ανούσιο θα τους κάνει να νιώθουν σημαντικοί. Αυτά τα παιδάκια θα κάτσουν με γουρλωμένα μάτια να παρακολουθήσουν τη γιουροβίζιον. Τα κοριτσάκια θα νομίζουν ότι αυτό το βύζιον ίσως θα χρειαστεί σιλικόνη όταν μεγαλώσουν και τα αγοράκια θα σκέφτονται πώς θα είναι άραγε της Λιλίκας το βύζιον όταν θα μεγαλώσει. Θα θαμπωθούν από τα φώτα, θα ονειρευτούν μια ζωή φανταχτερή κι ας είναι ανούσια. Αν είσαι σοβαρός άνθρωπος, ξέρεις ότι όλα αυτά πρέπει να απαγορεύονται σε χώρους όπου υπάρχουν ανήλικα, με τρόπο δημοκρατικό: Διά ροπάλου.
Ξεκινάμε λοιπόν με τέτοιες βάσεις. Χτίζουμε σε γερά θεμέλια την κοινωνία μας. Μαθαίνουμε στα παιδιά μας από μικρά πως η γυναίκα πρέπει να είναι η χαζογκόμενα που κάνει τα κουνήματα και ο άντρας είναι ο χαλβάς που θα πέσει σ' αυτήν που κουνιέται περισσότερο, σ' αυτήν που δείχνει πιο πολύ τον κώλο της.
Αυτός ο κώλος θα μεγαλώσει και θα ψάξει να βρει το δρόμο του. Θα γίνει κώλος φανταχτερός που περικλείει το κενό. Αυτός είναι ο στόχος της γυναίκας. Ο άντρας το κενό του θα το χώσει σε ένα ακριβό αυτοκίνητο (ασχέτως αν δεν έχει να βάλει βενζίνη) το οποίο θα χρησιμοποιήσει ως σύμμαχο στην προσπάθειά του να βρει τον ωραιότερο κώλο να στρώσει στη θέση του συνοδηγού. Οι δυο τους θα γεννήσουν κωλαράκια τα οποία, μπορεί να μην έχουν να τα ταΐσουν, αλλά θα τα στείλουν στα καλύτερα σχολεία για να γεμίσουν πτυχία, να εξειδικευτούν και να γίνουν χρήσιμοι άνθρωποι στον εαυτό τους και στην πάρτη τους. Θα τα στείλουν και στα καλύτερα γυμναστήρια για να φτιάξουν ωραίους κώλους.
Ποια κρίση; Ποια φτώχεια; Ποιο ευρώ και ποια δραχμή; Ο κόσμος καίγεται κι ο νεοέλληνας ψάχνει ακόμα να βρει ποιος είναι, καθώς χάνεται ανάμεσα στο αρχαίο πνεύμα της χώρας του (που ακουστά το έχει, δεν το έχει γνωρίσει, αλλά ξέρει πως ήταν ξεχωριστό) και στα πρότυπα της τηλεόρασης (που ακόμα, το πρόβατο, την κρατάει ανοιχτή). Ψάχνεται το βόδι ο νεοέλληνας ανάμεσα στην ελληνική πραγματικότητα και το αμερικάνικο όνειρο. Και σ' όλα αυτά, έρχεται η γιουροβίζον και δένει το σκατό. Πράγμα που, ευτυχώς, εμείς δεν πήραμε χαμπάρι το βράδυ του Σαββάτου.
Ο μόνος σοβαρός λόγος να δει κανείς γιουροβίζιον είναι η διάθεση για αγνό, τίμιο κουτσομπολιό. Όποιος την παρακολουθεί για οποιονδήποτε άλλο λόγο, έχει πρόβλημα. Δεν είχαμε διάθεση ούτε για αυτό, αφού είχαμε να λύσουμε σοβαρά θέματα. Τα οποία όμως, δε θα λυθούν από εμάς. Θα λυθούν όταν και οι υπόλοιποι θα καταλάβουν ότι είναι προβλήματα που δεν τα θέλουν στη ζωή τους. Και τότε ο κόσμος μας θα αλλάξει.
Άφησα την κουβέντα στη μέση κι έφυγα να προλάβω το τρόλεϊ. Ήθελα να μαζευτώ και νωρίς στο σπίτι μου που είχα να το δω από το πρωί, άσε που κουτουλούσα από τα συμπτώματα της ιγμορίτιδας. Βγήκα σε έναν άδειο δρόμο, μπήκα σε ένα άδειο τρόλεϊ το οποίο προσπερνούσε τις στάσεις, αφού κανείς δε βρισκόταν εκεί να το σταματήσει. Πέρασε από ένα άδειο κέντρο και έφτασε μέσα σε λίγα λεπτά στο σπίτι μου.
Σκεφτόμουν ότι δεν μπορεί να μας έχει κάνει τόσο μεγάλη ζημιά η κρίση. Μπορεί να μην έχουμε να ξοδέψουμε, αλλά μια βόλτα μπορούμε να βγούμε, βρε αδερφέ. Τζάμπα είναι. Κατάλαβα αργότερα γιατί υπήρχε ερημιά, όταν είδα τι γίνεται στο φέισμπουκ. Και κυρίως κατάλαβα ότι αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ.


Κυριακή 13 Μαΐου 2012

Άσπρα μούρα μαύρα μούρα και μας έπιασε πρεμούρα


Έλα Τζέλα μου... Αχ, τι να κάνω, ανησυχώ με όλα αυτά που γίνονται. Έρχεται φτώχεια Τζέλα μου. Και είμαι αλλεργική στη φτώχεια.
Τι λες, χρυσή μου; Έχουν μαζευτεί τόσοι φτωχοί στη χώρα μας; Ο Τσίπρας φταίει, είμαι σίγουρη. Για να κάνει την πολιτική του και να έχει λόγους να τον υποστηρίξουν.
Και γιατί δεν πάνε να δουλέψουν; Τώρα βέβαια, ούτε εγώ δουλεύω, αλλά εγώ τα βρήκα κι έτοιμα και δεν έχω ανάγκη. Να μου το θυμηθείς, Τζέλα μου. Αυτοί, αυτοί οι ξεβράκωτοι μπολσεβίκοι, αυτοί οι υποανάπτυκτοι, αυτοί τον ψήφισαν τον Τσίπρα. Για να σκορπίσουν τη φτώχεια τους παντού. Οι κομπλεξικοί μισάνθρωποι.
Κι αυτοί οι δημόσιοι υπάλληλοι που τους ψηφίζουν για να μη χάσουν τις θεσούλες τους και τους μισθούς τους. Πρέπει να αγοράσουμε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες, να δούνε αυτοί πώς πρέπει να πληρώνεται ο εργαζόμενος και κάτω από ποιες συνθήκες πρέπει να δουλεύει. Αυτοί φταίνε για όλα (εκτός από τον Τσίπρα). Ξέρεις Τζέλα μου, πόσους υψηλόβαθμους δημοσίους υπαλλήλους λάδωσε ο μπαμπάς μέχρι τώρα για να γίνουν οι δουλειές του, παρακάμπτοντας τις διαδικασίες; Μα είναι τόσο αχόρταγοι; Τόσο αχάριστοι;
Παραμυθιάζεται εύκολα ο λαουτζίκος και το ξέρουν αυτό οι αριστεροί λαϊκιστές. Αυτοί που τους ψήφισαν, θα καταλάβουν ότι είναι αναξιόπιστοι, αλλά θα είναι αργά. Δεν έχουν λύσεις, Τζέλα μου. Το μόνο πράγμα που μπορούν να καταφέρουν είναι η καταστροφή. Η απώλεια της ευημερίας μας. Και των καταθέσεών μας. Τόσα δάνεια πήραν οι προηγούμενες κυβερνήσεις για να στηρίξουν τις καταθέσεις μας. Δε θα τους τις χαρίσουμε. Αν χρειαστεί, θα κάνουμε επανάσταση, Τζέλα μου.
Και μ’ αυτήν την ακυβερνησία, τρέμω Τζέλα μου. Άνοιξα την τηλεόραση να δω τα νέα της σόου μπιζ κι έπεσα πολιτικές συζητήσεις. Όλοι ήταν πανικόβλητοι. Έχαναν τα λόγια τους. Πώς να μην τα χάνουν, χρυσή μου, όταν έχουν να αντιμετωπίσουν το θράσος και το βλοσυρό ύφος των αριστερών; Και δεν είναι μόνο θράσος. Είναι κι ο τσαμπουκάς τους. Είναι απαράδεκτο 52 βουλευτές να μην αφήνουν τους υπόλοιπους να σχηματίσουν κυβέρνηση. Και τα κανάλια τους χαϊδεύουν. Να δεις που θα τα κάνουν κι αυτά κρατικά και φοβούνται οι δημοσιογράφοι μη χάσουν τις δουλειές τους. Κανείς δεν τους στριμώχνει. Να μας πούνε εδώ και τώρα, πώς θα κυβερνήσουν και ποια γραμμή θα ακολουθήσουν. Για πόσα χρόνια θα βυθιστεί η χώρα στη φτώχεια και την ανέχεια. Να μου το θυμηθείς: Αυτό μια μέρα θα το πληρώσουν ακριβά. Ελπίζω μέχρι τότε να μην έχουμε πληρώσει δεκάρα εμείς για όλα αυτά.
Αχ, τι θα κάνουμε; Η καταστροφή πλησιάζει. Και θα φταίει ο Τσίπρας.
Ανησυχώ. Δε δέχονται το μνημόνιο, δε δέχονται τους σωτήρες μας. Δε σέβονται τους δανειστές μας. Ντροπή τους. Θα πάνε χαμένες οι θυσίες μας.
Ανησυχώ. Ανησυχώ για τις αγορές. Θα μου πεις ότι ο μέσος Έλληνας δεν μπορεί να αγοράσει ούτε τα τσιγάρα του. Σε λίγο δε θα έχει να αγοράσει και πετρέλαιο, γιατί δε θα μας δίνουν. Και θα φταίει ο Τσίπρας.
Ανησυχώ για τη φτώχεια που έρχεται. Μη νομίζεις. Τους λυπάμαι τους καημένους τους φτωχούς. Γι’ αυτό είμαι και ενεργό μέλος του φιλόπτωχου συλλόγου.
Ανησυχώ για τους μισθούς και τις συντάξεις. Πώς θα πληρωθούν οι μισθοί και οι συντάξεις; Μαθαίνω ότι δύο χρόνια τώρα, δανειζόμαστε για μισθούς και για συντάξεις. Αν σταματήσουν να μας δανείζουν, φοβάμαι ότι θα πάρουν τις καταθέσεις μας, όπως μας απείλησαν.
Δεν ξέρω πώς φτάσαμε ως εδώ, Τζέλα μου και δε με ενδιαφέρει. Προφανώς, φταίει ο Τσίπρας. Αλλά το βλέπω το κακό να έρχεται κι ανησυχώ πολύ. Θα χεστώ πάνω μου από την ανησυχία μου.
Σε κλείνω Τζέλα μου. Πρέπει να απαλλαγώ πρώτα από αυτό το κακό. Κι όσο θα το ξεφορτώνομαι, θα σκέφτομαι πώς θα απαλλαγούμε από το άλλο.


Τρίτη 1 Μαΐου 2012

Από τον καθρέφτη στην κάλπη


Ν΄αγαπάς την ευθύνη. Να λες, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη Γη. Αν δεν σωθεί, εγώ φταίω.
Νίκος Καζαντζάκης

Τις φοβάμαι αυτές τις εκλογές. Τη φοβάμαι αυτή τη ράτσα του περήφανου Έλληνα. Που φωνάζει, γκρινιάζει, αρπάζεται, τσακώνεται, επιτίθεται σε όλους και για όλα. Αυτόν που θα έρθει να χέσει κάτω από αυτά που γράφω, χωρίς να έχει διαβάσει ούτε τα μισά, όχι για τον αντίλογο, ούτε γιατί έχει άποψη. Απλώς για το ξυπνηλίκι. Αυτόν που όλα του φταίνε. Στους άλλους πάντα. Αυτόν που δεν έχει δει ποτέ τα μούτρα του στον καθρέφτη, γιατί ξέρει πως το τέρας που θα αντικρίσει, θα τον ρίξει σε κατάθλιψη. Και από την κατάθλιψη προτιμάει τον τσαμπουκά και το νταηλίκι.
Τον Έλληνα τον παρακολουθώ από τότε που άρχισα να καταλαβαίνω τον κόσμο γύρω μου. Αλλά εδώ και δύο χρόνια, από τότε που είδε να καταστρέφεται το φανταχτερό αλλά κούφιο και σαθρό σκηνικό που είχε στήσει για να φωτίσει τη θολή, χλωμή και άχρωμη ζωή του, δεν ξέρει πού να ξεσπάσει.
Ψάχνει να βρει τους φταίχτες για την ξεφτίλα του.
Φταίνε οι πολιτικοί. Που είναι κλέφτες. Όλοι ανεξαιρέτως και χωρίς να ξέρει ποιος έκλεψε τι. Αλλά τους ψήφισε.
Φταίνε όσοι μπήκαν στο δημόσιο με τον κλασικό ελληνικό τρόπο του κωλογλειψίματος. Είναι κι ότι δεν πρόλαβε να του κάτσει κώλος για γλείψιμο.
Φταίνε όσοι πήρανε επιδοτήσεις για άχρηστες καλλιέργειες και μείναμε χωρίς παραγωγή. Φταίνε αυτοί που πήραν επιδοτήσεις για επιχειρήσεις μαϊμούδες, όσοι πήραν επιδόματα για παθήσεις μαϊμούδες, όσοι τέλος πάντων τα πήραν από κάπου επειδή είχαν έναν δικό τους να τους τα δώσει. Κι αυτός; Πού ήταν αυτός όταν έβρεχε λεφτά για επενδύσεις; Γιατί κρατούσε ομπρέλα;
Φταίνε όλοι οι άλλοι που είχαν κάποιο όφελος από την αυθεντική, τη γνήσια ελληνική ρεμούλα, την ώρα που αυτός έπινε το φρέντο του στο Κολωνάκι χαλβαδιάζοντας την γκομενίτσα με το πλατινέ μαλλί, η οποία όμως χαλβάδιαζε το γκόλντεν μπόι του διπλανού τραπεζιού. Ούτε μια αστραφτερή γκόμενα δεν ήταν ικανός να σταυρώσει ο κλασικός Έλληνας. Που για να πηδήξει γκόμενα του γούστου του, σαν αυτές που δείχνει η τηλεόραση, έπρεπε να αγοράσει εκείνο το κάμπριο που ήρθε και τον αποτελείωσε. Και τώρα το πουλάει, για να έχει να φάει, και κανείς δεν έχει να το αγοράσει.
Πάνω απ’ όλα του φταίνε οι ξένοι που ήρθαν και του πήραν τη δουλειά στο γιαπί και στο χωράφι. Ναι. Το όνειρο της ζωής του ήταν να συνεχίσει να καλλιεργεί το χωράφι του παππού του κι ήρθε ο Αλβανός και του το πήρε μέσα από τα χέρια. Ο Πακιστανός του άρπαξε το μπακάλικο του μπαμπά μέσα απ’ τα χέρια. Ο άτιμος ο Σύρος του πήρε το μυστρί μέσα απ’ τα χέρια τον πέταξε κάτω από τη σκαλωσιά στην οικοδομή. Κι εκείνος ο κοπρίτης ο Γεωργιανός του ‘κλεψε όλα τα πρόβατα μαζί με τη στάνη. Απελπισμένος, αλλά πάντα περήφανος ο σύγχρονος Έλληνας, αναγκάστηκε να γίνει σύμβουλος. Γέμισε η Ελλάδα περήφανους συμβούλους που πουλούσαν αέρα κοπανιστό. Όλα αέρας σ’ αυτή τη χώρα. Κι όλα τα πήρε ο αέρας. Κι αυτός φταίει. Τι στο διάολο θέλει και φυσάει;
Όλα του φταίνε του περήφανου Έλληνα. Αλλά δεν το βάζει κάτω. Θα τους δείξει αυτός. Θα ψηφίσει με θυμό. Μαύρο ρε. Ή μαύρη ψήφο στους νεοναζί, με θυμό κι αυτή και με επιθυμία για εκδίκηση. Για όλα τα κακά που τον βρήκαν. Γιατί μόνο αυτοί είναι αρκετά θυμωμένοι, σαν αυτόν, για να τον σώσουν από τις συμφορές που έπεσαν στο κεφάλι του. Αν μη τι άλλο, τον κάνουν να νιώθει γενναίος και λεβέντης. Μόνο αυτοί είναι γνήσιοι και περήφανοι Έλληνες σαν αυτόν. Σαν τα μούτρα του. Αυτά που δεν τολμάει να κοιτάξει στον καθρέφτη μην και του ‘ρθει ξερατό.
Θα ήταν πάντως μία πολύ σωστή αντίδραση. Τα φάγαμε που τα φάγαμε τα μούτρα μας, ας τολμήσουμε επιτέλους να τα κοιτάξουμε και στον καθρέφτη. Αν μας έρθει να ξεράσουμε πάνω σ’ αυτό το σκουλήκι που βλέπουμε, είμαστε σε καλό δρόμο. Έστω, να θελήσουμε να φτύσουμε το σιχαμένο είδωλό μας. Για όσα κάναμε στον εαυτό μας και στους άλλους. Μάλλον, πιο σωστά, για όσα κάναμε στους άλλους και στράφηκαν εναντίον μας. Να θυμώσουμε με τον εαυτό μας. Να αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Να ντραπούμε. Να κατεβούμε απ’ το καλάμι μας. Να γίνουμε άνθρωποι.
Να κοιτάξουμε τι γίνεται γύρω μας και να σκεφτούμε σοβαρά. Το ότι δε δώσαμε ποτέ ευκαιρία σε άξιο σ’ αυτή τη χώρα, δεν πρέπει να μας κάνει υπερήφανους. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα έχουμε εξοστρακισμούς, κώνεια, φυλακές, ίντριγκες, δολοφονίες, αλλά πάντα με μια εσάνς ελληνικής λεβεντιάς και άκρατης υπερηφάνειας.
Στάθηκα κι εγώ μπροστά στον καθρέφτη κι έκανα την αυτοκριτική μου. Δε δηλώνω αναμάρτητη. Με οικογενειακή παράδοση στο ΠΑΣΟΚ, γεννήθηκα στην αμαρτία. Από την οποία, ευτυχώς, απαλλάχτηκα νωρίς. Βέβαια, τους ενίσχυσα με την επιλογή μου να μη δίνω σε κανέναν την πολιτική μου δύναμη, απέχοντας από τις εκλογές, παρά το ότι είχα πολιτική θέση. Αυτοί οι τύποι που μας κυβερνούν, είναι όντως κλέφτες, περήφανε Έλληνά μου. Κλέβουν ακόμα και στο μέτρημα των ψήφων. Ακόμα κι αν η μισή Ελλάδα δεν πάει να ψηφίσει, αυτοί κάνουν πως δε βλέπουν το φτύσιμο και γίνονται εξουσία.
Όμως, περήφανε Έλληνά μου, εσύ που δεν πας να ψηφίσεις επειδή θύμωσες ή απλώς επειδή εσύ ο τίμιος έκρινες ότι δε θέλεις να έχεις σχέσεις με ψεύτες και κλέφτες, εσύ που θα μπορούσες να τα ανατρέψεις όλα, μπορείς εύκολα να τους ξαναχαρίσεις την εξουσία. Προφανώς νομίζεις ότι έχεις να διαλέξεις ανάμεσα σε δύο. Δεν τολμάς να σκεφτείς ότι υπάρχουν κι άλλες επιλογές. Είσαι τόσο γενναίος χέστης, που φοβάσαι την ανατροπή, τα καινούργια πρόσωπα, το καινούργιο σύστημα. Αυτούς ξέρεις, αυτούς εμπιστεύεσαι. Και τώρα που έπαψες να τους εμπιστεύεσαι, σκέφτεσαι να τους τιμωρήσεις. Είτε με αποχή είτε με ψήφο στους τιμωρούς ναζί.
Προσωπικά, μετά την αυτοκριτική μου και με δεδομένο ότι αγαπώ τις αλλαγές και τις ανατροπές, αυτή τη φορά θα ψηφίσω, ίσως για πρώτη φορά τόσο συνειδητά. Χωρίς θυμό, αλλά μετά από σκέψη. Δε θέλω να τιμωρήσω όσους με έφτασαν εδώ. Θέλω να απαλλαγώ απ’ αυτούς. Θέλω να μην τους ξαναδώ. Να δω καινούργιες φάτσες, καινούργια και ανοιχτά μυαλά, καινούργιες ιδέες, καινούργιες προσπάθειες για καινούργια ξεκινήματα. Ας είναι κι από το μηδέν.
Μάλλον έτσι πρέπει. Ξεκίνημα από το μηδέν. Να πάψουμε να συντηρούμε ένα πολιτικό σύστημα που δεν μπορεί να λειτουργήσει. Αν είναι να τιμωρήσουμε κάποιον, ας τιμωρήσουμε αυτό το σύστημα της ρεμούλας και της διαφθοράς σε ανυπαρξία. Κι αυτούς που το στήριζαν, σε απομόνωση. Ας κάνουμε πραγματικότητα την ιδανική επόμενη μέρα.
Ας στείλουμε στα σπίτια τους όσους μας έφεραν σ’ αυτό το χάλι.
Ας στείλουμε στα λαγούμια τους τους νεοναζί.
Ας στείλουμε στη Βουλή όσους σέβονται τον άνθρωπο και τα προβλήματά του, όσους οραματίζονται έναν καλύτερο κόσμο για όλους.
Ας στείλουμε μήνυμα στην Ευρώπη ότι αυτόν τον καλύτερο κόσμο μπορούν να τον διεκδικήσουν κι αυτοί. Και να τον έχουν. Και να τον μοιραστούμε.
Ας στείλουμε κάποιον να με ξυπνήσει γιατί ο πολύς οραματισμός έχει παρενέργειες. Άσε που δεν ταιριάζει στους σύγχρονους Έλληνες. Καλύτερος κόσμος και αηδίες, τη στιγμή που δεν μπορούμε να αλλάξουμε ούτε τους εαυτούς μας.